Η λέξη "abadejo" είναι ουσιαστικό.
/abaˈðexo/
Η λέξη "abadejo" αναφέρεται σε ένα είδος ψαριού που ανήκει στη οικογένεια των σκελιδών (Gadidae), συγκεκριμένα είναι γνωστός ως μπακαλιάρος. Χρησιμοποιείται κυρίως στον ναυτικό τομέα, καθώς συχνά αναφέρεται σε αλιευτικές δραστηριότητες ή στην προετοιμασία φαγητού που περιλαμβάνει αυτό το ψάρι.
Η συχνότητα χρήσης του "abadejo" είναι σχετικά υψηλή σε ψαροταβέρνες και στους κύκλους αλιείας. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη γαστρονομία και την αλιεία, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα από αλιείς ή λάτρεις του ψαριού.
Ο μπακαλιάρος είναι πολύ δημοφιλής στην ισπανική κουζίνα.
Ayer pescamos abadejo en alta mar.
Η λέξη "abadejo" δεν χρησιμοποιείται συνήθως ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την αλιεία και την κουζίνα:
Είμαι σε κατάσταση που όλα είναι ήρεμα.
"Más fresco que un abadejo":
Είναι πιο φρέσκος από έναν μπακαλιάρο.
"Cocinar abadejo a la sal":
Η λέξη "abadejo" έχει τις ρίζες της στα ισπανικά και πιθανόν προέρχεται από το λατινικό "abadeus," που αναφέρεται σε διάφορα είδη ψαριών.
Συνώνυμα: - bacalao (μπακαλιάρος) - pez de hielo (ψάρι πάγου)
Αντώνυμα: - No υπάρχουν άμεσες αντώνυμες λέξεις για την έννοια του "abadejo" στην ισπανική γλώσσα, καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο είδος ψαριού.