Η λέξη "abajar" είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να κατεβάζεις κάτι ή να μειώνεις την ποιότητα ή το επίπεδο ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, με την προτίμηση στις καθημερινές συνομιλίες και στη λογοτεχνία. Η συχνότητά της είναι μέτρια, καθώς παρατηρείται κυρίως σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπως η αναφορά στη φυσική κίνηση ενός αντικειμένου ή στη μεταφορά.
Propongo abajar la música para que todos puedan escuchar mejor.
(Προτείνω να κατεβάσουμε τη μουσική ώστε όλοι να μπορούν να ακούσουν καλύτερα.)
Es importante abajar las expectativas si quieres evitar decepciones.
(Είναι σημαντικό να μειώσεις τις προσδοκίες αν θέλεις να αποφύγεις απογοητεύσεις.)
Η λέξη "abajar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Abajar los humos
(Να σπείρεις αμφιβολία ή να μειώσεις την υπεροψία κάποιου.)
Es necesario abajar los humos de esa persona para que trabaje mejor.
(Είναι απαραίτητο να μειώσεις την υπεροψία αυτού του ατόμου για να δουλέψει καλύτερα.)
Abajar el pistón
(Προχωράω με λιγότερη ένταση ή επιτυχία.)
Después de tantas horas de trabajo, decidí abajar el pistón un poco.
(Μετά από τόσες ώρες δουλειάς, αποφάσισα να προχωρήσω με λιγότερη ένταση.)
Abajar la guardia
(Να γίνω λιγότερο προσεκτικός ή επιφυλακτικός.)
Nunca debes abajar la guardia en situaciones de riesgo.
(Ποτέ δεν πρέπει να γίνεσαι λιγότερο προσεκτικός σε καταστάσεις κινδύνου.)
Η λέξη "abajar" προέρχεται από την ένωση του προθέματος "a-" που υποδηλώνει κατεύθυνση και του ρήματος "bajar", το οποίο σημαίνει "να κατεβαίνω".
bajar (κατεβάζω)
Αντώνυμα: