Abalanzar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /a.βa.lanˈθaɾ/ (στην Ισπανία) ή /a.βa.lanˈzaɾ/ (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "abalanzar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να ρίχνει ή να ορμά σε κάτι ή κάποιον, συχνά με ένταση ή για να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα πλαίσια, όπως φυσικοί ή συναισθηματικοί ορμητισμοί. Χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις, σε γραπτό ή προφορικό λόγο, και έχει αρκετή συχνότητα χρήσης.
El gato abalanzó sobre la presa.
(Η γάτα ορμούσε πάνω στην λεία.)
Al escuchar la música, los jóvenes se abalanzaron a la pista de baile.
(Όταν άκουσαν τη μουσική, οι νέοι ορμήσανε στην πίστα του χορού.)
Ella se abalanzó a los brazos de su madre.
(Αυτή ορμήξε στην αγκαλιά της μητέρας της.)
Η λέξη "abalanzar" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά εδώ είναι μερικές χρήσιμες φράσεις:
Abalanzarse a la oportunidad.
(Ορμάω στην ευκαιρία.)
Abalanzarse sobre un desafío.
(Ορμάω σε μια πρόκληση.)
Abalanzarse a la solución.
(Ορμάω στη λύση.)
No hay que abalanzarse a conclusiones.
(Δεν πρέπει να ορμάμε σε συμπεράσματα.)
Abalanzarse al pasado no nos ayuda.
(Ορμάω στο παρελθόν δεν μας βοηθά.)
Η λέξη "abalanzar" έχει προέλευση από το αραβικό "balans" που σημαίνει να επιτίθεται ή να ρίχνει, και έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα με τη σημασία της ορμής ή της πτώσης.
Συνώνυμα: - Lanzar - Echar - Arrojar
Αντώνυμα: - Retirar - Alejar - Desprender
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν τη χρήση της λέξης "abalanzar" στην ισπανική γλώσσα.