Αφηρημένη λέξη (επίθετο)
/ph.alan'da.ðo/
Η λέξη "abandonado" στα Ισπανικά αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που έχει εγκαταληφθεί ή παρατηθεί. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή πρόσωπα που έχουν εγκαταλειφθεί, είτε σωματικά είτε ψυχικά. Αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικίλα συμφραζόμενα, από περιγραφές κατοικιών έως συναισθηματικές καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και εμφανίζεται κυρίως σε γραπτά κείμενα αλλά και στον προφορικό λόγο.
La casa quedó abandonada desde hace años.
(Το σπίτι έμεινε εγκαταλελειμμένο εδώ και χρόνια.)
El perro fue encontrado abandonado en la calle.
(Ο σκύλος βρέθηκε εγκαταλελειμμένος στον δρόμο.)
Η λέξη "abandonado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να εκφράσει συναισθηματική κατάσταση ή απομόνωση.
Me siento abandonado en este lugar.
(Νιώθω εγκαταλελειμμένος σε αυτόν τον τόπο.)
A veces, uno se siente abandonado por sus amigos.
(Κάποιες φορές, κάποιος νιώθει εγκαταλελειμμένος από τους φίλους του.)
Hay muchas mascotas abandonadas que necesitan ayuda.
(Υπάρχουν πολλές εγκαταλελειμμένες κατοικίδιες που χρειάζονται βοήθεια.)
El abandono emocional puede ser muy doloroso.
(Η συναισθηματική εγκατάλειψη μπορεί να είναι πολύ επώδυνη.)
Las playas estaban abandonadas durante la temporada baja.
(Οι παραλίες ήταν εγκαταλελειμμένες κατά τη διάρκεια της χαμηλής περιόδου.)
Η λέξη "abandonado" προέρχεται από το ρήμα "abandonar", που σημαίνει "να εγκαταλείπω". Το "abandonar" προέρχεται από τη συγχώνευση των Λατινικών προθεμάτων "a-" (μακριά) και "bandon" (αφημένο).
Συνώνυμα: - desamparado (αβοήθητος) - desatendido (παραμελημένος)
Αντώνυμα: - cuidado (φροντισμένος) - atendido (παρακολουθούμενος)
Η λέξη "abandonado" καταδεικνύει ένα σημαντικό πολιτισμικό και κοινωνικό ζήτημα, που αφορά την εγκατάλειψη και την ανάγκη για φροντίδα και υποστήριξη είτε από ανθρώπους είτε από κοινωνικές υπηρεσίες.