Το "abandonarse" είναι ρήμα.
/abandonar.se/
Το "abandonarse" σημαίνει την πράξη του να παραδίδεται κανείς ή να εγκαταλείπεται σε ένα συγκεκριμένο συναίσθημα ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου κάποιος αφήνει τον εαυτό του να εμβαθύνει σε παραίτηση, συναισθηματική χαλάρωση ή απλώς δεν προσπαθεί πλέον να ελέγξει καταστάσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να είναι πιο κοινή σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε μη επίσημες συνομιλίες.
Ella decidió abandonarse a sus sentimientos y no resistirse más.
(Αυτή αποφάσισε να παραδοθεί στα συναισθήματά της και να μην αντισταθεί πια.)
En momentos de estrés, a veces es mejor abandonarse y aceptar lo que viene.
(Σε στιγμές άγχους, μερικές φορές είναι καλύτερο να παραδίνεσαι και να αναγνωρίζεις ό,τι έρχεται.)
Το "abandonarse" χρησιμοποιείται επίσης σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
No hay que abandonarse ante los problemas, sino enfrentarlos.
(Δεν πρέπει να παραδίνεσαι μπροστά στα προβλήματα, αλλά να τα αντιμετωπίζεις.)
A veces es bueno abandonarse a la música y dejarse llevar.
(Μερικές φορές είναι καλό να παραδίνεσαι στη μουσική και να αφήνεσαι.)
Él se abandonó a la tristeza después de la pérdida.
(Αυτός παραδόθηκε στη θλίψη μετά την απώλεια.)
Al final del día, es importante abandonarse un poco y relajarse.
(Στο τέλος της ημέρας, είναι σημαντικό να παραδίνεσαι λίγο και να χαλαρώνεις.)
Es difícil en esta sociedad abandonarse por completo a lo que uno siente.
(Είναι δύσκολο σε αυτή την κοινωνία να παραδίνεσαι τελείως σε ό,τι νιώθεις.)
Το "abandonarse" προέρχεται από την ισπανική ρίζα "abandonar", που σημαίνει "να εγκαταλείπω" ή "να παρατώ". Η πρόσθετη μορφή "-se" υποδηλώνει ότι είναι ένα ανακλαστικό ρήμα, που σημαίνει ότι η δράση επιστρέφει στον δράστη.
Συνώνυμα:
- entregarse (παραδίνομαι)
- rendirse (παραιτούμαι)
Αντώνυμα:
- resistir (αντιστέκομαι)
- luchar (αγωνίζομαι)