'Abandono' είναι ουσιαστικό (noun) στη γλώσσα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή: /aβanˈðono/
Η λέξη 'abandono' αναφέρεται στην πράξη της εγκατάλειψης ή της παραμέλησης κάτι ή κάποιου. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, όπως για παράδειγμα την εγκατάλειψη ενός παιδιού ή ενός περιουσιακού στοιχείου. Η λέξη έχει μέτρια συχνότητα χρήσης και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Το σπίτι εγκαταλείφθηκε τελείως.
El abandono de los animales es un problema creciente en la sociedad.
Η εγκατάλειψη των ζώων είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα στην κοινωνία.
El niño sufrió mucho por el abandono de sus padres.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη 'abandono' εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Το κτίριο είναι σε πλήρη εγκατάλειψη και χρειάζεται άμεσες επισκευές.
Actos de abandono
Οι πράξεις εγκατάλειψης ανηλίκων θεωρούνται σοβαρό έγκλημα.
Abandono del hogar
Η λέξη 'abandono' προέρχεται από το λατινικό "abandonare," που σημαίνει "να αφήσεις πίσω" ή "να εγκαταλείψεις".
Συνώνυμα: - desamparo (αμέλεια) - abandono (παραμέληση)
Αντώνυμα: - cuidado (φροντίδα) - atención (προσοχή)
Αυτή η ανάλυση για τη λέξη 'abandono' περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες όπως ζητήθηκε.