Το "abastecedor" είναι ουσιαστικό και επιθετικό στα ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [aβasteθeˈðoɾ]
Η λέξη "abastecedor" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που παρέχει ή προμηθεύει αγαθά ή υπηρεσίες, συχνά χρησιμοποιούμενη σε οικονομικά και εμπορικά πλαίσια. Η χρήση της είναι συνηθισμένη και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, αν και τείνει να είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημα ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
El abastecedor de materias primas entregó la mercancía a tiempo.
(Ο προμηθευτής πρώτων υλών παρέδωσε τα εμπορεύματα εγκαίρως.)
Los abastecedores de alimentos deben cumplir con las normas de seguridad.
(Οι προμηθευτές τροφίμων πρέπει να πληρούν τους κανόνες ασφαλείας.)
El abastecedor ha sido muy eficiente en sus entregas.
(Ο προμηθευτής έχει είναι πολύ αποτελεσματικός στις παραδόσεις του.)
Η λέξη "abastecedor" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με την προμήθεια αγαθών.
Ser un abastecedor fiable es clave en el negocio.
(Το να είσαι αξιόπιστος προμηθευτής είναι το κλειδί στην επιχείρηση.)
Un buen abastecedor puede hacer la diferencia en la cadena de suministro.
(Ένας καλός προμηθευτής μπορεί να κάνει τη διαφορά στην αλυσίδα εφοδιασμού.)
Los abastecedores locales suelen conocer mejor el mercado.
(Οι τοπικοί προμηθευτές συνήθως γνωρίζουν καλύτερα την αγορά.)
Es importante elegir al abastecedor correcto para asegurar la calidad del producto.
(Είναι σημαντικό να επιλέξετε τον σωστό προμηθευτή για να διασφαλίσετε την ποιότητα του προϊόντος.)
Η λέξη "abastecedor" προέρχεται από το ρήμα "abastecer," που σημαίνει "να προμηθεύω" ή "να παρέχω." Η ρίζα είναι "baste," που συνδέεται με την έννοια της επάρκειας και της προμήθειας αγαθών.
Συνώνυμα: - Proveedor (παροχέας) - Suministrador (προμηθευτής)
Αντώνυμα: - Consumidor (καταναλωτής) - Demandante (αιτούμενος)