abastecer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

abastecer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "abastecer" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "abastecer" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /aβasˈteθeɾ/ (στο πλειοψηφικό ισπανικό) ή /aβasˈtɛseɾ/ (στο λατινοαμερικανικό ισπανικό).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "abastecer" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του εφοδιασμού ή της προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών. Συχνά λειτουργεί στον τομέα των επιχειρήσεων και της οικονομίας, αλλά μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στην καθημερινή ζωή.

Χρήση και συχνότητα: Η λέξη "abastecer" χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα, με μια ελαφριά προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιχειρηματικά κείμενα ή νόμους.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La empresa necesita abastecer sus productos de manera eficiente.
  2. Η εταιρεία χρειάζεται να προμηθεύει τα προϊόντα της με αποδοτικό τρόπο.

  3. Es importante abastecer a los supermercados antes de las festividades.

  4. Είναι σημαντικό να εφοδιάσουμε τα σούπερ μάρκετ πριν από τις γιορτές.

  5. El gobierno deberá abastecer suficiente agua durante la sequía.

  6. Η κυβέρνηση θα πρέπει να προμηθεύσει αρκετό νερό κατά τη διάρκεια της ξηρασίας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "abastecer" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπεριέχεται σε φράσεις που σχετίζονται με την προμήθεια και την υποστήριξη. Ακολουθούν κάποιοι τρόποι χρήσης που εκφράζουν αυτές τις έννοιες:

  1. Abastecer de alimentos es un deber en tiempos de crisis.
  2. Η προμήθεια τροφίμων είναι καθήκον σε περίοδους κρίσης.

  3. Es fundamental abastecer a los hospitales con medicinas.

  4. Είναι θεμελιώδες να εφοδιάσουμε τα νοσοκομεία με φάρμακα.

  5. Abastecer recursos al proyecto garantiza su éxito.

  6. Η προμήθεια πόρων στο έργο εγγυάται την επιτυχία του.

  7. Siempre debemos abastecer a las comunidades vulnerables.

  8. Πάντα πρέπει να εφοδιάζουμε τις ευάλωτες κοινότητες.

  9. Las empresas tienen que abastecer el mercado de manera sostenible.

  10. Οι επιχειρήσεις πρέπει να εφοδιάζουν την αγορά με βιώσιμο τρόπο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "abastecer" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "abastecer", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "a-" (σε ή για) με τη ρίζα "bastecer", η οποία σχετίζεται με το βάθος ή την ικανοποίηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια αναλυτική εικόνα της λέξης "abastecer" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.



22-07-2024