abastos: ουσιαστικό (pl)
/abás.tos/
Η λέξη “abastos” αναφέρεται γενικά σε προμήθειες ή αγαθά που είναι διαθέσιμα για κατανάλωση ή εμπορική χρήση. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που σχετίζονται με την προμήθεια τροφίμων, αγαθών ή άλλων απαραίτητων προϊόντων. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε γραπτό λόγο, ιδίως σε εμπορικά ή οικονομικά κείμενα, αλλά επίσης ενδέχεται να χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία.
Οι προμήθειες του καταστήματος είναι φρέσκες και καλή ποιότητα.
Debemos comprobar si hay suficientes abastos antes de la fiesta.
Πρέπει να ελέγξουμε αν υπάρχουν αρκετές προμήθειες πριν από το πάρτι.
El gobierno está preocupado por la escasez de abastos en el mercado.
Η λέξη “abastos” δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδεθεί με κάποιες φράσεις σχετικές με την προμήθεια και την κατανάλωση.
Κάνω αποθήκευση προμηθειών.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος συλλέγει και αποθηκεύει προϊόντα για μελλοντική χρήση.)
Falta de abastos en tiempos difíciles.
Έλλειψη προμηθειών σε δύσκολους καιρούς.
(Αναφέρεται στην κατάσταση όπου δεν υπάρχουν αρκετά αγαθά σε περιόδους κρίσης.)
Abastos en el mercado negro.
Η λέξη “abastos” προέρχεται από το ρήμα “abastar,” το οποίο σημαίνει "προμηθεύω" ή "παρέχω". Η ρίζα του μπορεί να ανιχνευθεί στην παλιά ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - eᴏᴀγεβαίθj - abastecimientos (προμήθειες)
Αντώνυμα: - escasez (έλλειψη) - déficit (έλλειμμα)