abatimiento (ουσιαστικό)
IPA: /aβaˈtimjento/
Η λέξη abatimiento χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει μια κατάσταση που σχετίζεται με την πτώση, τη μείωση ή την κάμψη σε κάποιο τομέα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιατρικά συμφραζόμενα, για να υποδηλώσει τη μείωση της διάθεσης ή της υγείας κάποιου, αλλά και σε νομικά πλαίσια για να αναφέρει καταστάσεις ή ποινές που έχουν μειωθεί. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αλλά γενικά χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
El abatimiento del mercado afectó a muchas empresas.
(Η πτώση της αγοράς επηρέασε πολλές επιχειρήσεις.)
El doctor notó un abatimiento en el estado emocional del paciente.
(Ο γιατρός παρατήρησε μια μείωση στην συναισθηματική κατάσταση του ασθενούς.)
Η λέξη abatimiento μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κατά τις οποίες αποτυπώνεται η αίσθηση της μειωμένης ενέργειας ή διάθεσης.
Sufrir de abatimiento emocional.
(Να υποφέρει από συναισθηματική μείωση.)
Caer en un estado de abatimiento.
(Να πέσει σε κατάσταση μειωμένης διάθεσης.)
Sentir un profundo abatimiento.
(Να νιώθει μια βαθιά πτώση διάθεσης.)
Luchar contra el abatimiento.
(Να αγωνίζεται ενάντια στην πτώση.)
El abatimiento no debe ser ignorado.
(Η μείωση δεν πρέπει να παραβλεφθεί.)
Η λέξη abatimiento προέρχεται από το ρήμα abatir, το οποίο σημαίνει "να ρίχνω κάτω" ή "να μειώνω". Η κατάληξη -miento χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που εκφράζουν την πράξη ή την κατάσταση του ρήματος.
Συνώνυμα: - reducción (μείωση) - descensio (κατακόρυφη πτώση)
Αντώνυμα: - aumento (αύξηση) - elevación (ύψωση)