Το "abatir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /aβaˈtiɾ/
Το ρήμα "abatir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να ρίχνω κάτι κάτω, να καταρρίπτω ή να μειώνω την ένταση ή την αξία κάποιου. Η χρήση του μπορεί να βρεθεί σε ποικίλες καταστάσεις, από στρατιωτικά συμφραζόμενα (όπως στην καταρρίψη ενός εχθρικού αεροσκάφους) μέχρι ιατρικές περιπτώσεις (όπως η μείωση της πίεσης του αίματος). Το ρήμα αυτό εμφανίζεται και στις προφορικές και γραπτές μορφές, αν και συχνά χρησιμοποιείται σε πιο επίσημα ή τεχνικά συμφραζόμενα.
El ejército tuvo que abatir al enemigo que atacaba.
Ο στρατός αναγκάστηκε να καταρρίψει τον εχθρό που επιτίθετο.
El médico recomendó abatir la fiebre con medicamentos.
Ο γιατρός σύστησε να μειώσουμε τον πυρετό με φάρμακα.
Το "abatir" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές είναι:
La noticia del despido abatió los ánimos en la oficina.
Η είδηση της απόλυσης κατέβασε το ηθικό στο γραφείο.
Abatir la guardia - να χαλαρώσουμε την προσοχή.
No hay que abatir la guardia cuando se trata de seguridad.
Δεν πρέπει να χαλαρώνουμε την προσοχή όταν πρόκειται για ασφάλεια.
Abatir a alguien con palabras - καταρρίπτω κάποιον με λόγια.
Sus críticas fueron capaces de abatir a cualquiera.
Οι κριτικές του μπορούσαν να καταρρίψουν οποιονδήποτε.
Abatirse sobre algo - να καταρριφθεί για κάτι.
Το "abatir" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" (που υποδηλώνει κίνηση προς κάτι) και του ρήματος "batir" (που σημαίνει «χτυπώ» ή «χτυπώ επάνω»).
Συνώνυμα: - derribar - echar abajo - desmantelar
Αντώνυμα: - levantar - construir - aumentar