Ρήμα.
/ab.diˈkaɾ/
Η λέξη "abdicar" σημαίνει να παραιτηθεί κανείς από έναν θρόνο ή από ένα αξίωμα. Χρησιμοποιείται συχνά όταν κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματούχος ή ηγετική φιγούρα αποφασίζει να αποσυρθεί από τα καθήκοντά του. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται μετρίως στον προφορικό λόγο και τακτικά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά και ιστορικά κείμενα.
El rey decidió abdicar en favor de su hijo.
(Ο βασιλιάς αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του.)
El presidente anunció que iba a abdicar de su cargo.
(Ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από το αξίωμά του.)
Muchos líderes han abdicado en situaciones de crisis política.
(Πολλοί ηγέτες έχουν παραιτηθεί σε καταστάσεις πολιτικής κρίσης.)
Abdicar a la esclavitud del trabajo.
(Να παραιτηθείς από την δουλεία της εργασίας.)
Αυτό αναφέρεται στο να απελευθερωθείς από δυσάρεστες ή καταπιεστικές συνθήκες εργασίας.
No podemos abdicar de nuestros derechos.
(Δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από τα δικαιώματά μας.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται σε πλαίσια κοινωνικών ή πολιτικών αγώνων.
Es hora de abdicar a viejas creencias.
(Είναι ώρα να παραιτηθούμε από παλιές πεποιθήσεις.)
Αναφέρεται στην ανάγκη αλλαγής παλιών αντιλήψεων ή ιδεών.
Η λέξη "abdicar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "abdicare", που σημαίνει "αποποιούμαι" ή "οδηγώ μακριά". Ετυμολογικά, το "ab-" σημαίνει μακριά και "dicare" σημαίνει δηλώνω ή καθορίζω.
Συνώνυμα: - Renunciar (παραιτούμαι) - Desertar (εγκαταλείπω)
Αντώνυμα: - Asumir (αναλαμβάνω) - Adoptar (υιοθετώ)