Το "aberrante" είναι επίθετο.
/abeˈrante/
Η λέξη "aberrante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που αποκλίνει από το συνηθισμένο ή λογικό. Στη γλώσσα των Ισπανικά, χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, όπως στην οικονομία για να δηλώσει παράξενες τάσεις ή συμπεριφορές, στην ιατρική για να περιγράψει παθολογικές καταστάσεις, και γενικά στην καθημερινή γλώσσα για να περιγράψει καταστάσεις που φαίνονται παράλογες ή ασυνήθιστες. Η χρήση της λέξης "aberrante" τείνει να είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
Η τρέχουσα οικονομική κατάσταση είναι αποκλίνουσα.
El comportamiento aberrante del paciente fue inquietante.
Η ανώμαλη συμπεριφορά του ασθενούς ήταν ανησυχητική.
Es aberrante pensar que esto es normal.
Η λέξη "aberrante" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις της ισπανικής γλώσσας.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ιδέα που θεωρείται ασυνήθιστη ή παράλογη.
Actos aberrantes.
Αναφέρεται σε πράξεις που λεπτομερώς αποκλίνουν από τον κοινωνικό κανόνα.
Comportamiento aberrante.
Περιγράφει συμπεριφορές που δεν συμμορφώνονται με τις κοινωνικές ή ηθικές προσδοκίες.
Pensamiento aberrante.
Αναφέρεται σε σκέψεις που δεν έχουν λογική ή είναι ανόητες.
Resultados aberrantes.
Η λέξη "aberrante" προέρχεται από το λατινικό "aberrans", που σημαίνει "αποκλίνων" και έχει ρίζα το "aberrare", το οποίο σημαίνει "να αποκλίνω, να παρεκκλίνω".
Συνώνυμα: - anómalo (ανώμαλος) - extraño (παράξενος) - insólito (ασυνήθιστος)
Αντώνυμα: - normal (κανονικός) - habitual (συνηθισμένος) - lógico (λογικός)