Η λέξη "abertura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/a.βɛɾ.tu.ɾa/
Η λέξη "abertura" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του ανοίγματος ή την εισαγωγή κάποιου πράγματος. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη μπορεί να αναφέρεται σε φυσικό άνοιγμα, όπως σε μία πόρτα ή παράθυρο, ή σε έννοιες όπως μια ομιλία ή εκδήλωση που είναι ένας τρόπος εισαγωγής ή παρουσίασης.
Η συχνότητά της είναι γενικά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η νομική, η ιατρική, η πολιτική και η τέχνη. Παρουσιάζεται συχνότερα στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό.
La abertura del evento fue espectacular.
Η εισαγωγή της εκδήλωσης ήταν θεαματική.
Necesitamos hacer una abertura en la pared.
Χρειαζόμαστε να κάνουμε ένα άνοιγμα στον τοίχο.
Su discurso comenzó con una abertura emocionante.
Η ομιλία του ξεκίνησε με μια συναρπαστική εισαγωγή.
Η λέξη "abertura" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Apertura de mente
Ανοιχτό μυαλό
Es importante tener una apertura de mente para aprender de los demás.
Είναι σημαντικό να έχεις ανοιχτό μυαλό για να μάθεις από τους άλλους.
Apertura de ojos
Άνοιγμα ματιών
La experiencia fue una verdadera apertura de ojos para todos los asistentes.
Η εμπειρία ήταν ένα πραγματικό άνοιγμα ματιών για όλους τους συμμετέχοντες.
Apertura política
Πολιτική απελευθέρωση
El país experimentó una apertura política después de años de dictadura.
Η χώρα βίωσε μια πολιτική απελευθέρωση μετά από χρόνια δικτατορίας.
Apertura económica
Οικονομική απελευθέρωση
La apertura económica trajo nuevas oportunidades para el desarrollo.
Η οικονομική απελευθέρωση έφερε νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη.
Η λέξη "abertura" προέρχεται από τα λατινικά "apertura", που σημαίνει "άνοιγμα", το οποίο είναι παράγωγο του ρήματος "aperire", που σημαίνει "ανοίγω".
Συνώνυμα: - apertura - entrada - inicio
Αντώνυμα: - cierre - clausura - término