Η λέξη "abierta" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "abierta" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: [aˈβjeɾta]
Η λέξη "abierta" σημαίνει "ανοιχτή" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι κλειστό ή που δεν έχει περιορισμούς. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με αρκετά υψηλή συχνότητα χρήσης.
La puerta está abierta.
(Η πόρτα είναι ανοιχτή.)
Ella dejó su corazón abierto a nuevas experiencias.
(Αυτή άφησε την καρδιά της ανοιχτή σε νέες εμπειρίες.)
Η λέξη "abierta" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Συχνά αναφέρεται σε κάποιον που είναι δεκτικός σε νέες ιδέες.
Salir del armario abierto.
(Βγαίνω από την ανοιχτή ντουλάπα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αποκάλυψη της σεξουαλικότητας ή της ταυτότητας κάποιου.
Una discusión abierta.
(Μια ανοιχτή συζήτηση.)
Αναφέρεται σε μια συζήτηση χωρίς περιορισμούς όπου όλοι μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους.
Estar en un campo abierto.
(Να είσαι σε ένα ανοιχτό πεδίο.)
Η λέξη "abierta" προέρχεται από το ρήμα "abrir", που σημαίνει "ανοίγω". Ήταν μια αναγκαία εξέλιξη που δείχνει την κατάσταση του ανοίγματος.
Συνώνυμα: - descubierta (ανακαλυμμένη) - expuesta (εκτεθειμένη)
Αντώνυμα: - cerrada (κλειστή) - oculta (κρυμμένη)