Η λέξη "abismo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aˈβizmo/
Η λέξη "abismo" σημαίνει "άβυσσος" ή "σε πολύ μεγάλο βάθος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση ή τοποθεσία που είναι εξαιρετικά βαθιά ή δύσβατη, τόσο με κυριολεκτική έννοια (π.χ. γεωγραφική τοποθεσία) όσο και με μεταφορική (π.χ. ψυχική ή συναισθηματική κατάσταση). Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς (προφορικός και γραπτός λόγος), αλλά είναι πιο συχνή σε γραπτές ή λογοτεχνικές αναφορές.
Hay un abismo entre nuestras opiniones.
(Υπάρχει μια άβυσσος ανάμεσα στις απόψεις μας.)
La profundidad del abismo es aterradora.
(Το βάθος της άβυσσου είναι τρομακτικό.)
El abismo de su tristeza era palpable.
(Η άβυσσος της θλίψης του ήταν ψηλά.)
Η λέξη "abismo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Mirar al abismo.
(Να κοιτάς στην άβυσσο.)
Ουσιαστικά, σημαίνει να αντιμετωπίζεις σκληρές ή τρομακτικές αλήθειες.
Caer en el abismo.
(Να πέφτεις στην άβυσσο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος χάνει τον έλεγχο ή βυθίζεται σε προβλήματα.
El abismo de la desesperación.
(Η άβυσσος της απελπισίας.)
Αναφέρεται σε μια βαθιά ή ατελείωτη κατάσταση απελπισίας.
Cruzando el abismo.
(Διασχίζοντας την άβυσσο.)
Συμβολίζει την υπέρβαση δύσκολων καταστάσεων ή προκλήσεων.
Η λέξη "abismo" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἀβυσσος" (abussos), που σημαίνει "απύθμενος" ή "χωρίς βάθος". Η ρίζα "βυσσος" σχετίζεται με το βάθος.
Συνώνυμα: - abismo profundo (βαθιά άβυσσος) - abismo oscuro (σκοτεινή άβυσσος)
Αντώνυμα: - cima (κορυφή) - superficie (επιφάνεια)