Η λέξη "ablandar" σημαίνει να καταστήσει κάτι λιγότερο σκληρό ή περισσότερο μαλακό, είτε κυριολεκτικά (π.χ., μια επιφάνεια, ένα υλικό) είτε μεταφορικά (π.χ., να εναρμονιστεί η στάση ή η συμπεριφορά κάποιου). Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ισπανόφωνων για να περιγράψει την πράξη της ήπιας προσέγγισης ενός θέματος ή τη μείωση της σφοδρότητας.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να συναντηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο.
Παραδείγματα προτάσεων
Es necesario ablandar la carne antes de cocinarla.
Είναι απαραίτητο να μαλακώσεις το κρέας πριν το μαγειρέψεις.
El terapeuta le pidió que ablandara su actitud hacia los problemas.
Ο θεραπευτής του ζήτησε να χαλαρώσει τη στάση του απέναντι στα προβλήματα.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "ablandar" ανήκει σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, κυρίως αναφερόμενες σε συναισθηματικές ή κοινωνικές καταστάσεις.
Ablandar el corazón.
Μαλακώνω την καρδιά (γίνομαι πιο ευαίσθητος ή συμπαθητικός).
Ejemplo: "Después de hablar con ella, logró ablandar su corazón."
Μετά από αυτήν την κουβέντα, κατάφερε να μαλακώσει την καρδιά της.
Ablandar las normas.
Χαλαρώνω τους κανόνες.
Ejemplo: "En situaciones excepcionales, a veces es bueno ablandar las normas."
Σε εξαιρετικές καταστάσεις, είναι καλό μερικές φορές να χαλαρώνουμε τους κανόνες.
Ablandar el ambiente.
Δημιουργώ μια ήπια ή ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Ejemplo: "El uso de música suave ayuda a ablandar el ambiente en la fiesta."
Η χρήση ήπιας μουσικής βοηθά να δημιουργηθεί μια ευχάριστη ατμόσφαιρα στη γιορτή.
Ετυμολογία της λέξης
Η λέξη "ablandar" προέρχεται από το προθετικό πρόθεμα "a-" που σημαίνει "να" και το ρήμα "blandar", το οποίο σημαίνει "μαλακώνω".