Η λέξη "ablandarse" σημαίνει να γίνει κάτι πιο μαλακό ή λιγότερο σκληρό. Χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο. Είναι συχνά συνδεδεμένη με το σώμα, τα υλικά, αλλά και τα συναισθήματα. Η χρήση της είναι κάπως ισομερώς διαδεδομένη και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
El pan se ablanda cuando lo dejas en la bolsa.
(Το ψωμί μαλακώνει όταν το αφήνεις στην τσάντα.)
Es importante ablandarse antes de una discusión.
(Είναι σημαντικό να μαλακώσεις πριν από μια συζήτηση.)
Η λέξη "ablandarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην αλλαγή στάσης ή συμπεριφοράς:
No deberías ablandarte ante la presión.
(Δεν θα έπρεπε να μαλακώσεις μπροστά στην πίεση.)
A veces hay que ablandarse para llegar a un acuerdo.
(Ορισμένες φορές πρέπει να μαλακώσεις για να φτάσεις σε μια συμφωνία.)
Si te ablandas, la gente puede aprovecharse de ti.
(Αν μαλακώσεις, οι άνθρωποι μπορεί να εκμεταλλευτούν εσένα.)
Το "ablandarse" προέρχεται από το πρόθεμα "a-" (που δηλώνει κίνηση προς κάτι) και το ρήμα "blandear," το οποίο σημαίνει "να γίνει μαλακός."