Το "abnegado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): [ab.neˈɣa.ðo]
Η λέξη "abnegado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αυτοθυσιαστικός, δηλαδή πρόθυμος να θυσιάσει τα δικά του συμφέροντα ή ευχαριστήσεις για το καλό άλλων. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πλαίσια όπου οι άνθρωποι δείχνουν αφοσίωση ή αλτρουισμό. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτός είναι ένας αυτοθυσιαστικός πατέρας που δουλεύει σκληρά για την οικογένειά του.
La enfermera abnegada siempre pone las necesidades de sus pacientes primero.
Η αυτοθυσιαστική νοσοκόμα πάντα βάζει τις ανάγκες των ασθενών της πρώτα.
Su abnegado esfuerzo por ayudar a los demás no pasó desapercibido.
Η λέξη "abnegado" μπορεί να μην είναι άμεσα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που υπογραμμίζουν την έννοια της αυτοθυσίας ή του αλτρουισμού.
Η αυτοθυσιαστική αγάπη που προσφέρει ένας αληθινός φίλος είναι ανυπέρβλητη.
Vivió una vida abnegada, siempre pensando en los demás antes que en sí mismo.
Έζησε μια αυτοθυσιαστική ζωή, πάντα σκεπτόμενος τους άλλους πριν από τον εαυτό του.
Su abnegada devoción a la causa la convirtió en un ejemplo para todos.
Η λέξη "abnegado" προέρχεται από το λατινικό "abnegare", που σημαίνει "να αρνηθείς" ή "να απορρίψεις". Αναφέρεται στη διαδικασία αποκήρυξης ή αυτοθυσίας.
Συνώνυμα: - Desinteresado (αυτοθυσιαστικός) - Altruista (αλτρουιστής) - Sacrificado (θυσιασμένος)
Αντώνυμα: - Egoísta (εγωιστής) - Interesado (επιτήδειος) - Individualista (ατομιστής)