Η λέξη "abochornar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του να κάνει κάποιον να νιώθει άβολα ή αμήχανα. Συνήθως σχετίζεται με συναισθηματικές καταστάσεις ή όταν κάποιος νιώθει ντροπιασμένος για κάτι που συνέβη. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
El comentario del profesor abochornó a los estudiantes.
(Το σχόλιο του καθηγητή αναστάτωσε τους μαθητές.)
Ella se abochornó cuando le preguntaron sobre su trabajo.
(Αυτή αναστάτωσε όταν την ρώτησαν για τη δουλειά της.)
Η λέξη "abochornar" είναι λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μερικές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να περιγράψει καταστάσεις.
No quiero abochornar a nadie con mis comentarios.
(Δεν θέλω να αναστατώσω κανέναν με τα σχόλιά μου.)
Fue abochornante ver a mi amigo tropezar frente a todos.
(Ήταν αναστατωτικό να δω τον φίλο μου να σκοντάψει μπροστά σε όλους.)
Me siento abochornado cada vez que recuerdo aquel incidente.
(Νιώθω αναστατωμένος κάθε φορά που θυμάμαι εκείνο το περιστατικό.)
Η λέξη "abochornar" ενδέχεται να προέρχεται από το ισπανικό "bochorno", που σημαίνει "ντροπή" ή "ενόχληση", που συντίθεται από τη λατινική "bocchus" που σχετίζεται με την έννοια της απογοήτευσης ή της ντροπής.