abolir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

abolir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Ρήμα

Φωνητική Μεταγραφή

/ a.βoˈliɾ /

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "abolir" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει την πράξη της κατάργησης ή της ακύρωσης ενός νόμου, μνημονίου ή άλλου νομικού κειμένου. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του νόμου, μπορεί να χρησιμοποιείται και γενικά σε περιπτώσεις όπου κάποιες πρακτικές ή συνθήκες καταργούνται ή ακυρώνονται. Η λέξη "abolir" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικές και πολιτικές αναφορές.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. El gobierno decidió abolir la ley que prohibía fumar en lugares públicos.
    (Η κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει τον νόμο που απαγόρευε το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους.)

  2. La sociedad lucha por abolir la pena de muerte.
    (Η κοινωνία αγωνίζεται για να καταργήσει τη θανατική ποινή.)

  3. Es necesario abolir las prácticas injustas en el trabajo.
    (Είναι αναγκαίο να καταργηθούν οι άδικες πρακτικές στον χώρο εργασίας.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "abolir" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να τονίσει την επαναστατική ή κοινωνική σημασία της κατάργησης. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:

  1. Abolir las diferencias sociales es un ideal.
    (Η κατάργηση των κοινωνικών διαφορών είναι ένα ιδανικό.)

  2. Algunos activistas intentan abolir el racismo en su país.
    (Ορισμένοι ακτιβιστές προσπαθούν να καταργήσουν τον ρατσισμό στη χώρα τους.)

  3. La abolición de la esclavitud fue un gran avance para la humanidad.
    (Η κατάργηση της δουλείας ήταν μια μεγάλη πρόοδος για την ανθρωπότητα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "abolir" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "abolēre," που σημαίνει "να εξαλείφω" ή "να καταργώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Cancelar (ακυρώνω) - Suprimir (καταστέλλω)

Αντώνυμα: - Establecer (καθιδρύω) - Instituir (ιδρύω)



23-07-2024