Η λέξη "abollamiento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "abollamiento" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /a.βo.ʝaˈmen.to/
Η λέξη "abollamiento" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - Διόγκωση - Παραμόρφωση - Κρακ ή κοίλωμα
Η λέξη "abollamiento" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου υπάρχει παραμόρφωση ή διόγκωση, συχνά λόγω πίεσης ή χτυπήματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα, καθώς και σε περιγράμματα που σχετίζονται με υλικά και επιφάνειες, και μπορεί να συναντηθεί σε γραπτό κείμενο περισσότερο από ότι σε προφορικό λόγο.
El abollamiento en la superficie del carro es evidente después del choque.
(Η διόγκωση στην επιφάνεια του αυτοκινήτου είναι προφανής μετά τη σύγκρουση.)
Para corregir el abollamiento en la lámina de metal, se requiere un proceso de prensado.
(Για να διορθωθεί η παραμόρφωση στο φύλλο μετάλλου, απαιτείται μια διαδικασία πίεσης.)
El abollamiento del tanque de agua puede causar filtraciones.
(Η παραμόρφωση της δεξαμενής νερού μπορεί να προκαλέσει διαρροές.)
Η λέξη "abollamiento" δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται ευρέως σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δημιουργικές εκφράσεις ή προτάσεις. Ακολουθούν μερικά δείγματα:
El abollamiento del orgullo es difícil de reparar.
(Η παραμόρφωση του εγωισμού είναι δύσκολη να διορθωθεί.)
A veces, el abollamiento emocional puede ser más doloroso que el físico.
(Κάποιες φορές η παραμόρφωση των συναισθημάτων μπορεί να είναι πιο επώδυνη από τη σωματική.)
El abollamiento en la confianza tarda en sanar.
(Η παραμόρφωση της εμπιστοσύνης χρειάζεται χρόνο για να επουλωθεί.)
Η λέξη "abollamiento" προέρχεται από το ρήμα "abollar", το οποίο σημαίνει "να παραμορφώνεται" ή "να κρούεται", και συνδυάζεται με την κατάληξη "-miento", που δηλώνει την κατάσταση ή την πράξη.
Συνώνυμα: - Deformación - Hinchazón - Golpe
Αντώνυμα: - Aplanamiento - Rectitud - Estabilidad