Η λέξη "aborto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aˈβoɾ.to/
Η λέξη "aborto" αναφέρεται στην ιατρική διαδικασία της διακοπής μιας εγκυμοσύνης, είτε αυθόρμητα (αυθόρμητη αποβολή) είτε με ιατρική παρέμβαση (ιατρική άμβλωση). Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε νομικά συμφραζόμενα όσο και σε καταστάσεις που σχετίζονται με την υγεία και την ηθική. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με δικαιώματα των γυναικών και ιατρικές διαδικασίες.
La mujer decidió someterse a un aborto debido a problemas de salud.
(Η γυναίκα αποφάσισε να υποβληθεί σε άμβλωση λόγω προβλημάτων υγείας.)
El aborto es un tema muy controvertido en la sociedad actual.
(Η άμβλωση είναι ένα πολύ αμφιλεγόμενο θέμα στην σημερινή κοινωνία.)
Existen diferentes tipos de aborto legal en varios países.
(Υπάρχουν διάφοροι τύποι νόμιμης άμβλωσης σε πολλές χώρες.)
Η λέξη "aborto" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
"Aborto espontáneo" – Αυθόρμητη άμβλωση.
(Η περίπτωση όπου η εγκυμοσύνη διακόπτεται αυθόρμητα, χωρίς παρέμβαση.)
"Derecho al aborto" – Δικαίωμα στην άμβλωση.
(Το δικαίωμα των γυναικών να επιλέγουν τις αποφάσεις σχετικά με την εγκυμοσύνη τους.)
"Aborto terapéutico" – Θεραπευτική άμβλωση.
(Η άμβλωση που πραγματοποιείται για ιατρικούς λόγους, για την προστασία της υγείας της μητέρας.)
"Aborto legal" – Νομική άμβλωση.
(Η διαδικασία της άμβλωσης που είναι νόμιμη και επιτρέπεται από το νόμο.)
"Causas de aborto" – Αιτίες άμβλωσης.
(Οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε μια άμβλωση.)
Η λέξη "aborto" προέρχεται από το λατινικό "abortus", που σημαίνει "καταστροφή" ή "αποβολή".
Συνώνυμα:
- interrupción (διακοπή)
- aborto inducido (προκλητή άμβλωση)
Αντώνυμα:
- nacimiento (γέννηση)
- viabilidad (βιωσιμότητα)