Η λέξη abrasador είναι επίθετο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό σε ορισμένα συμφραζόμενα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: [aβɾaˈsaðoɾ]
Η λέξη abrasador χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ καυτό ή καταστρεπτικό. Συχνά συνδέεται με την ένταση ή τη σοβαρότητα ενός φαινομένου, όπως η φωτιά ή ο πόνος. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στη φυσική περιγραφή, τη λογοτεχνία και τη μεταφορική γλώσσα. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο.
El sol es abrasador en verano.
(Ο ήλιος είναι καυστικός το καλοκαίρι.)
La lava del volcán es abrasadora.
(Η λάβα του ηφαιστείου είναι καταστροφική.)
Siento un dolor abrasador en mi pierna.
(Νιώθω έναν φλογερό πόνο στο πόδι μου.)
Η λέξη abrasador χρησιμοποιείται λιγότερο σε συνήθεις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχηματίσει κάποιες μεταφορικές φράσεις.
Una pasión abrasadora.
(Μια φλογερή πάθος.)
Un deseo abrasador.
(Μια καυτή επιθυμία.)
Vivir en un clima abrasador.
(Να ζεις σε ένα καυτό κλίμα.)
Una discusión abrasadora.
(Μια καυτή συζήτηση.)
Sufrir un abrasador rechazo.
(Να υποφέρεις από έναν καυστικό απόρριψη.)
Η λέξη abrasador προέρχεται από το ρήμα abrasar, που σημαίνει "κάburnaturation" ή "καίω" στα Ισπανικά. Το ρήμα αυτό αναφέρεται σε μια διαδικασία καύσης ή εξουθένωσης.
Συνώνυμα: - ardiente (φλογερός) - incandescente (θανατηφόρος)
Αντώνυμα: - frío (κρύος) - tibio (χλιαρός)