Το "abrasarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [aβɾaˈsaɾse]
Η λέξη "abrasarse" σημαίνει "να καίγεται" ή "να φλέγεται". Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την κατάσταση ενός αντικειμένου ή μιας επιφάνειας που εκτίθεται σε υψηλή θερμοκρασία ή φωτιά, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για έντονα συναισθήματα, όπως η αγάπη ή ο πόνος.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "abrasarse" είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό.
El fuego puede abrasarse si no le echamos agua.
(Η φωτιά μπορεί να καεί αν δεν της ρίξουμε νερό.)
Cuando me abrazo a ella, siento que me abraso por dentro.
(Όταν την αγκαλιάζω, νιώθω ότι καίγομαι μέσα μου.)
Η λέξη "abrasarse" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά.
Abrase de amor.
(Κάψε από αγάπη.)
Abrase la piel cuando el sol pega fuerte.
(Καίγεται το δέρμα σου όταν ο ήλιος χτυπά έντονα.)
No te abrasas al hablar de tus sentimientos.
(Μην καίγεσαι όταν μιλάς για τα συναισθήματά σου.)
Se abrasó en la pasión de su primer amor.
(Κατακάηκε από το πάθος του πρώτου του έρωτα.)
Con solo mirarlo, me abraso de deseo.
(Με μόνο μια ματιά του, καίγομαι από πόθο.)
Η λέξη "abrasarse" προέρχεται από την λατινική λέξη "abrahare", που σημαίνει "να καίγεται". Συνδυάζει το πρόθεμα "a-" που υποδηλώνει απώλεια ή κατάσταση και το ρήμα "brasare" που είναι συνώνυμο του "καίω".
Συνώνυμα: - quemarse (να καεί)
Αντώνυμα: - enfriarse (να ψυχθεί)
Αυτή είναι μια συνοπτική αλλά ενδελεχής ανάλυση της λέξης "abrasarse" στα Ισπανικά.