Η λέξη "abrasivo" είναι επίθετο.
/abɾaˈsiβo/
Η λέξη "abrasivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε είναι ικανό να προκαλέσει τριβή ή να τρίψει. Στον γενικό τομέα μπορεί να εννοεί υλικά που χρησιμοποιούνται για τρίψιμο ή λείανση. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να περιγράψει επιφάνειες που προκαλούν ενοχλήσεις ή τραυματισμούς στον ιστό. Στον πολυτεχνικό τομέα χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή υλικών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή εργαλείων ή μηχανημάτων. Η λέξη έχει σχετική συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό κείμενο σε τεχνικά ή ιατρικά περιβάλλοντα, αλλά και στον προφορικό λόγο.
El papel de lija es un material abrasivo que se utiliza para pulir madera.
(Το γυαλόχαρτο είναι ένα αποτριπτικό υλικό που χρησιμοποιείται για να λειαίνει το ξύλο.)
En la medicina, los productos abrasivos pueden dañar la piel si se usan en exceso.
(Στην ιατρική, τα αποτριπτικά προϊόντα μπορεί να βλάψουν το δέρμα αν χρησιμοποιηθούν υπερβολικά.)
Los discos abrasivos son esenciales en la industria de la construcción.
(Οι αποτριπτικοί δίσκοι είναι απαραίτητοι στη βιομηχανία κατασκευών.)
Η λέξη "abrasivo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε περιγραφές κατάστασης ή χαρακτηριστικών προσώπων. Εδώ είναι μερικές φράσεις:
Su personalidad es abrasiva y a menudo choca con los demás.
(Η προσωπικότητά του/της είναι ενοχλητική και συχνά συγκρούεται με τους άλλους.)
Tienes que ser menos abrasivo en tu forma de hablar si quieres ser escuchado.
(Πρέπει να είσαι λιγότερο ενοχλητικός στον τρόπο που μιλάς αν θέλεις να σε ακούσουν.)
Su estilo de liderazgo es abrasivo y puede causar tensiones en el equipo.
(Ο τρόπος ηγεσίας του/της είναι ενοχλητικός και μπορεί να προκαλέσει εντάσεις στην ομάδα.)
Η λέξη "abrasivo" προέρχεται από το λατινικό "abrasivus", το οποίο σημαίνει "που τρίβει". Αυτό προέρχεται από το ρήμα "abradere", που σημαίνει "τρίβω" ή "αφαιρώ με τριβή".