Το "abrazo" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του "abrazo" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /aˈβɾaθo/ ή /aˈbɾazo/ ανάλογα με την προφορά της περιοχής (σπασμένη ή ισπανική).
Η λέξη "abrazo" σημαίνει "αγκαλιά" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να αγκαλιάζεις κάποιον. Είναι μια κοινή λέξη σε διάφορες καταστάσεις, όπως σε οικογενειακές ή φιλικές σχέσεις. Χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις και σε γραπτά κείμενα, παρουσιάζοντας έτσι υψηλή συχνότητα χρήσης και στους δύο τομείς, αν και επικρατεί περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Greek: "Όταν έφτασα σπίτι, αγκάλιασα τη μητέρα μου."
Spanish: "Siempre recuerdo el abrazo que me dio mi amigo."
Η λέξη "abrazo" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες προτάσεις:
Greek: "Χρειαζόμαστε μια αγκαλιά φιλίας σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς."
Spanish: "Un abrazo vale más que mil palabras."
Greek: "Μια αγκαλιά αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις."
Spanish: "Dame un abrazo, que me siento solo/a."
Greek: "Δώσε μου μια αγκαλιά, γιατί νιώθω μόνος/μόνη."
Spanish: "Con un abrazo se solucionan muchos problemas."
Greek: "Με μια αγκαλιά λύνονται πολλά προβλήματα."
Spanish: "Se siente mejor después de un abrazo."
Η λέξη "abrazo" προέρχεται από το ρήμα "abrazar", το οποίο σημαίνει "να αγκαλιάζεις". Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το λατινικό "abraxare".
Συνώνυμα: - "abrazación" (αγκαλιά) - "acercamiento" (πλησίασμα)
Αντώνυμα: - "separación" (χώρισμα) - "distancia" (απόσταση)