abrir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

abrir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική απόδοση στα Ισπανικά (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /aˈβɾir/

Σημασίες και Χρήσεις
Το ρήμα "abrir" στα Ισπανικά σημαίνει "ανοίγω". Είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ρήματα στην Ισπανική γλώσσα, είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο.

Χρήση σε χρόνους ρήματος: - Παρατατικός: - yo abría (άνοιγα) - tú abrías (άνοιγες) - él/ella/usted abría (άνοιγε) - Μέλλον: - yo abriré (θα ανοίξω) - tú abrirás (θα ανοίξεις) - él/ella/usted abrirá (θα ανοίξει) - Αόριστος: - yo abrí (άνοιξα) - tú abriste (άνοιξες) - él/ella/usted abrió (άνοιξε) - Παρακείμενος: - yo he abierto (έχω ανοίξει) - tú has abierto (έχεις ανοίξει) - él/ella/usted ha abierto (έχει ανοίξει)

Παραδείγματα: 1. Voy a abrir la puerta. (Θα ανοίξω την πόρτα.) 2. Abrí un regalo. (Άνοιξα ένα δώρο.)

Ύφος
To ρήμα "abrir" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.

Σταθερές εκφράσεις:
1. Abrir la boca: Να ανοίξεις το στόμα σου, να μιλήσεις. - Καλύτερα είναι να μην ανοίγεις το στόμα σε άτομα που δεν γνωρίζεις. (Καλύτερα είναι να μην μιλάς σε άγνωστους.) 2. Abrir nuevos horizontes: Να ανοίξεις νέους ορίζοντες, να εξερευνήσεις νέες δυνατότητες. - Η νέα δουλειά μου με έκανε να ανοίξω νέους ορίζοντες. (Η νέα μου δουλειά με έκανε να εξερευνήσω νέες δυνατότητες.)

Ετυμολογία
Το ρήμα "abrir" προέρχεται από το λατινικό "aperīre".

Συνώνυμα και Αντώνυμα
Συνώνυμα:
- Destapar (ξεκαπελώνω) - Desplegar (απλώνω)

Αντώνυμα:
- Cerrar (κλείνω) - Bloquear (μπλοκάρω)