Η λέξη "absoluta" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "absoluta" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι /absoˈluta/.
Η λέξη "absoluta" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι πλήρες, χωρίς περιορισμούς ή εξαιρέσεις. Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει απόλυτο ή καθολικό χαρακτήρα σε διάφορα συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La victoria fue absoluta.
(Η νίκη ήταν απόλυτη.)
Ella tiene una confianza absoluta en sus habilidades.
(Έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές της.)
La decisión del jefe es absoluta.
(Η απόφαση του προϊσταμένου είναι απόλυτη.)
Η λέξη "absoluta" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
El dictador ejercía un poder absoluto sobre el país.
(Ο δικτάτορας ασκούσε απόλυτη εξουσία επί της χώρας.)
Libertad absoluta
(Απόλυτη ελευθερία)
En esta playa, la libertad absoluta es lo que los turistas buscan.
(Σε αυτή την παραλία, η απόλυτη ελευθερία είναι αυτό που αναζητούν οι τουρίστες.)
Verdad absoluta
(Απόλυτη αλήθεια)
No existe una verdad absoluta en las ciencias sociales.
(Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια στις κοινωνικές επιστήμες.)
Certeza absoluta
(Απόλυτη βεβαιότητα)
Ella tiene certeza absoluta de que va a ganar.
(Έχει απόλυτη βεβαιότητα ότι θα κερδίσει.)
Decisión absoluta
(Απόλυτη απόφαση)
Η λέξη "absoluta" προέρχεται από τη λατινική λέξη "absolutus", η οποία σημαίνει "απελευθερωμένος" ή "ολοκληρωμένος". Από το "ab-", που σημαίνει "μακριά από", και "solvere", που σημαίνει "λύω" ή "απελευθερώνω".
Συνώνυμα: - Completa (πλήρης) - Total (ολόκληρος)
Αντώνυμα: - Limitada (περιορισμένη) - Incompleta (ατελής)