Το "absolutamente" είναι επιρρηματική λέξη.
Φωνητική μεταγραφή: /ab-soluˈta-men-te/
Η λέξη "absolutamente" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι πλήρες, χωρίς εξαιρέσεις ή αμφιβολίες. Έχει συχνή χρήση και θεωρείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τη βεβαιότητα ή την κατηγορηματική διάθεση ενός ισχυρισμού.
"Estoy absolutamente seguro de mi decisión."
(Είμαι απολύτως σίγουρος για την απόφασή μου.)
"Ella está absolutamente convencida de que tiene razón."
(Αυτή είναι απολύτως πεπεισμένη ότι έχει δίκιο.)
"Debemos actuar absolutamente rápido para resolver el problema."
(Πρέπει να δράσουμε απολύτως γρήγορα για να λύσουμε το πρόβλημα.)
Η λέξη "absolutamente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που ενισχύουν τον τονισμό.
"Absolutamente necesario"
(Απολύτως απαραίτητο)
"Es absolutamente necesario que llegues a tiempo."
(Είναι απολύτως απαραίτητο να φτάσεις στην ώρα σου.)
"Absolutamente claro"
(Απολύτως σαφές)
"Lo dejó absolutamente claro que no volvería."
(Το άφησε απολύτως σαφές ότι δεν θα ξαναγυρίσει.)
"Absolutamente cierto"
(Απολύτως αληθές)
"Es absolutamente cierto que el sol sale por el este."
(Είναι απολύτως αληθές ότι ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή.)
"Absolutamente increíble"
(Απολύτως απίστευτο)
"Lo que logró fue absolutamente increíble."
(Αυτό που πέτυχε ήταν απολύτως απίστευτο.)
"Absolutamente necesario"
(Απολύτως αναγκαίο)
"Es absolutamente necesario que tomes esta decisión."
(Είναι απολύτως αναγκαίο να πάρεις αυτή την απόφαση.)
Η λέξη "absolutamente" προέρχεται από τον Λατινικό όρο "absolutus", που σημαίνει "απελευθερωμένος" ή "ολοκληρωμένος". Το "absolutus" συνδυάζεται με το επίθημα "-mente", που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επιρρήματα στα ισπανικά.