absoluto είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ab.soˈlu.to/
Η λέξη absoluto χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πλήρες, χωρίς περιορισμούς ή εξαιρέσεις. Στη γλώσσα των νομικών, της ιατρικής ή της φιλοσοφίας μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που υφίσταται ανεξάρτητα από άλλες συνθήκες ή περιορισμούς.
Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη χρήση σε γραπτά κείμενα που διαπραγματεύονται πιο αυστηρές έννοιες.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Necesitamos un enfoque absoluto para resolver este problema. - Χρειαζόμαστε μια απόλυτη προσέγγιση για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
Η λέξη absoluto χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Es un líder absoluto en su campo. - Είναι απόλυτος ηγέτης στον τομέα του.
Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του.
El testimonio fue considerado absoluto por el juez.
Η μαρτυρία θεωρήθηκε απόλυτη από τον δικαστή.
La decisión fue adoptada por unanimidad absoluta.
Η απόφαση ελήφθη ομόφωνα απόλυτα.
La paz absoluta es un objetivo difícil de alcanzar.
Η λέξη absoluto προέρχεται από το λατινικό "absolutus", το οποίο είναι το Participio pasado του ρήματος "absolvere", που σημαίνει "απελευθερώνω", "καθαρίζω" ή "ολοκληρώνω".
Συνώνυμα: - completo - total - incondicional
Αντώνυμα: - relativo - parcial - condicionado