Το "absolver" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "absolver" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /absolˈβeɾ/.
Η λέξη "absolver" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως στο νομικό πλαίσιο και σημαίνει την πράξη του να αθωώνεις κάποιον, δηλαδή να τον απαλλάσσεις από κατηγορίες ή ευθύνες. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά έγγραφα και διαδικασίες.
Ο δικαστής αποφάσισε να αθωώσει τον κατηγορούμενο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
La corte absolvió a los detenidos de todos los cargos.
Η λέξη "absolver" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανικά:
"Ο ιερέας αθώωσε από τις ενοχές τους μετανοητές."
Absolver en caso de necesidad
"El defensor solicitó absolver en caso de necesidad del imputado."
"Ο υπερασπιστής ζήτησε να απαλλάξει σε περίπτωση ανάγκης τον κατηγορούμενο."
No hay nada que absolver
"En esta situación no hay nada que absolver."
Η λέξη "absolver" προέρχεται από το λατινικό "absolvere", το οποίο σημαίνει "απαλλάσσω" ή "απελευθερώνω".
Συνώνυμα: - Exonerar (απαλλάσσω) - Liberar (απελευθερώνω)
Αντώνυμα: - Culpabilizar (κατηγορώ) - Condenar (καταδικάζω)