absorbente είναι ένα επίθετο στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου:
[absoɾˈβente]
Η λέξη absorbente αναφέρεται σε κάτι που έχει την ικανότητα να απορροφά. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική (αναφορά σε απορροφητικά υλικά), η χημεία (ως απορροφητικά φαινόμενα) και η φυσική (αναφορά στην απορρόφηση ενέργειας). Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πιθανή μεγαλύτερη παρουσία σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα.
El material utilizado en esta esponja es muy absorbente.
(Το υλικό που χρησιμοποιείται σε αυτή τη σφουγγαρίστρα είναι πολύ απορροφητικό.)
Los medicamentos absorbentes son esenciales para la terapia.
(Τα απορροφητικά φάρμακα είναι απαραίτητα για τη θεραπεία.)
El absorbente del sonido ayuda a reducir el eco en la sala.
(Ο απορροφητής του ήχου βοηθά στη μείωση της ηχώ στην αίθουσα.)
Η λέξη absorbente δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις:
Es un tema tan absorbente que no puedo dejar de pensarlo.
(Είναι ένα τόσο απορροφητικό θέμα που δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι.)
La vida en la ciudad es absorbente y agitada.
(Η ζωή στην πόλη είναι απορροφητική και ανήσυχη.)
Su personalidad es tan absorbente que todos quieren estar a su alrededor.
(Η προσωπικότητά του είναι τόσο απορροφητική που όλοι θέλουν να είναι γύρω του.)
Las experiencias de la infancia son absorbentes en la memoria.
(Οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας είναι απορροφητικές στη μνήμη.)
Η λέξη absorbente προέρχεται από το λατινικό "absorbens", το οποίο είναι το συμμετοχικό επίθετο του ρήματος "absorbēre", που σημαίνει "απορροφώ".
Συνώνυμα:
- Absorber (ρήμα)
- Asimilante
Αντώνυμα:
- Expulsar (διώχνω)
- Rechazar (απορρίπτω)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη absorbente και την χρήση της στην Ισπανική γλώσσα, παρέχοντας μια σφαιρική εικόνα για την έννοια και τη χρήση της.