absorto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

absorto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "absorto" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

η φωνητική μεταγραφή της λέξης "absorto" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: [abˈsoɾ.to]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "absorto" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - απορροφημένος - απογοητευμένος

Σημασία της λέξης

Η λέξη "absorto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι πολύ συγκεντρωμένο ή απορροφημένο σε κάτι, συχνά με την έννοια ότι δεν παρατηρεί τίποτα άλλο γύρω του. Στη γλώσσα των Ισπανικών, έχει μια συχνή χρήση και βρίσκεται κατά κύριο λόγο στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El niño estaba absorto en su libro.
  2. Το παιδί ήταν απορροφημένο στο βιβλίο του.

  3. La audiencia quedó absorta ante la actuación.

  4. Το κοινό παρέμεινε απορροφημένο μπροστά στην παράσταση.

  5. Estaba tan absorto en sus pensamientos que no escuchó a nadie.

  6. Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν άκουσε κανέναν.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "absorto" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συνεπάγονται την έννοια της βαθιάς ενασχόλησης ή της έλλειψης προσοχής.

  1. Estar absorto en un mundo de sueños.
  2. Να είσαι απορροφημένος σε έναν κόσμο ονείρων.

  3. Quedarse absorto en la belleza de la naturaleza.

  4. Να μείνεις απορροφημένος στην ομορφιά της φύσης.

  5. Se sentía absorto, como si estuviera en otra dimensión.

  6. Ένιωθε απορροφημένος, σαν να ήταν σε άλλη διάσταση.

  7. El investigador estaba absorto en su estudio hasta que se le hizo de noche.

  8. Ο ερευνητής ήταν απορροφημένος στη μελέτη του μέχρι που νύχτωσε.

  9. Ella quedó absorta en la música y no se dio cuenta del tiempo.

  10. Αυτή παρέμεινε απορροφημένη στη μουσική και δεν συνειδητοποίησε τον χρόνο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "absorto" προέρχεται από το λατινικό "absorptus," που σημαίνει "αφαιρούμαι" ή "καταναλώνομαι", προσδιορίζοντας μια κατάσταση συναισθηματικής ή πνευματικής απορρόφησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - concentrado (συγκεντρωμένος) - inmerso (βουτηγμένος)

Αντώνυμα: - distraído (διασκορπισμένος) - desatento (απρόσεκτος)



22-07-2024