«Abstener» είναι ρήμα.
/absteˈneɾ/
Η λέξη «abstener» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να αποφεύγεις κάτι, συνήθως σε σχέση με την κατανάλωση τροφίμων ή ουσιών (όπως αλκοόλ) ή τη συμμετοχή σε κάποια ενέργεια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε επίσηνα ή τεχνικά κείμενα.
Αποφάσισα να απέχω από τα γλυκά για ένα μήνα.
Es mejor abstenerse de participar en discusiones acaloradas.
Είναι καλύτερα να απέχετε από τη συμμετοχή σε έντονες συζητήσεις.
Él se abstuvo de beber alcohol durante la fiesta.
Η λέξη «abstener» δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές εκφράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν την έννοια της αποχής ή της απομάκρυνσης από κάτι.
Να απέχεις από το να κάνεις σχόλια.
El médico le aconsejó abstenerse de fumar.
Ο γιατρός του συνέστησε να αποφύγει το κάπνισμα.
Se abstuvo de votar en la última elección.
Αυτός απέφυγε να ψηφίσει στις τελευταίες εκλογές.
Es importante abstenerse de juzgar sin conocer los hechos.
Η λέξη «abstener» προέρχεται από τα Λατινικά «abstinere», που σημαίνει "να κρατάς μακριά" ή "να αποφεύγεις", με «ab» να σημαίνει "μακριά" και «tenere» να σημαίνει "κρατώ".
Συνώνυμα: - abstenerse - reprimir (καταστέλλω) - evitar (αποφεύγω)
Αντώνυμα: - participar (συμμετέχω) - consumir (καταναλώνω) - involucrarse ( εμπλέκομαι)