Η λέξη "abstinencia" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "abstinencia" είναι /abstin'enθja/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η "abstinencia" αναφέρεται στη δράση της αποχής από κάτι, συχνά σε σχέση με φαγητό, ποτό ή άλλες επιβλαβείς ή εθιστικές ουσίες. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της ιατρικής (όσον αφορά την αποχή από ουσίες όπως το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά), του νόμου (σε σχέση με ρυθμίσεις για τη δημόσια υγεία) και γενικά στην καθημερινή ζωή αναφορικά με την εγκράτεια σε διάφορους τομείς. Είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και σε γραπτά κείμενα.
La abstinencia puede llevar a síntomas de ansiedad.
(Η αποχή μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα άγχους.)
La abstinencia de alcohol es fundamental para la recuperación.
(Η αποχή από το αλκοόλ είναι θεμελιώδης για την ανάρρωση.)
Muchas personas optan por la abstinencia durante los meses de verano.
(Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν την αποχή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.)
Η λέξη "abstinencia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που μιλούν για την ιδέα της εγκράτειας και της αποχής:
La abstinencia es la clave para una vida saludable.
(Η αποχή είναι το κλειδί για μια υγιή ζωή.)
Practicar la abstinencia en las festividades puede ser difícil.
(Η πρακτική της αποχής στις γιορτές μπορεί να είναι δύσκολη.)
La abstinencia puede ser tanto física como emocional.
(Η αποχή μπορεί να είναι τόσο σωματική όσο και συναισθηματική.)
A veces, la abstinencia es necesaria para la claridad mental.
(Μερικές φορές η αποχή είναι απαραίτητη για τη νοητική σαφήνεια.)
El proceso de recuperación incluye aceptar la abstinencia como parte del mismo.
(Η διαδικασία ανάρρωσης περιλαμβάνει την αποδοχή της αποχής ως μέρος της.)
Η λέξη "abstinencia" προέρχεται από την λατινική λέξη "abstinentia", που σημαίνει την κατάσταση της αποχής ή της εγκράτειας.
Συνώνυμα: - νηστεία - εγκράτεια - περιορισμός
Αντώνυμα: - υπερβολή - κατάχρηση - απόλαυση