Το "abstraer" είναι ρήμα.
/aβstɾaˈeɾ/
Η λέξη "abstraer" σημαίνει να αποσπάσεις ή να απομονώσεις κάτι από το σύνολό του, συχνά αναφερόμενη στη διαδικασία σκέψης ή ανάλυσης. Σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα να διαχωρίζεις ουσιώδη στοιχεία από περιττές λεπτομέρειες.
Η χρήση της στις ισπανικές συνομιλίες είναι μέτρια, με πιο έντονη παρουσία στον γραπτό λόγο, ειδικά σε ακαδημαϊκά ή φιλοσοφικά κείμενα.
Es importante abstraer la información clave de un texto.
(Είναι σημαντικό να αποσπάσεις τις βασικές πληροφορίες από ένα κείμενο.)
Al estudiar, trato de abstraer los conceptos más difíciles.
(Όταν μελετώ, προσπαθώ να απομονώσω τις πιο δύσκολες έννοιες.)
Το "abstraer" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε φράσεις που να εκφράζουν την έννοια της απομόνωσης ή ανάλυσης θεμάτων. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Abstraer del contexto es un error común.
(Η απομόνωση από το πλαίσιο είναι ένα κοινό λάθος.)
Es difícil abstraer la esencia de una idea compleja.
(Είναι δύσκολο να αποσπάσεις την ουσία μιας σύνθετης ιδέας.)
Necesitamos abstraer los problemas para encontrar soluciones.
(Πρέπει να απομονώσουμε τα προβλήματα για να βρούμε λύσεις.)
Η λέξη "abstraer" προέρχεται από το λατινικό "abstrahere", το οποίο συνδυάζει το "ab-" (μακριά) και "trahere" (τραβώ), υποδεικνύοντας τη διαδικασία της απομάκρυνσης ή της απόσπασης.
Συνώνυμα: - Aislar (απομονώνω) - Desprender (αποσπώ)
Αντώνυμα: - Conectar (συνδέω) - Unir (ενώνω)