Το "abstraerse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /abstɾaˈeɾse/
Η λέξη "abstraerse" σημαίνει την πράξη του να απομακρύνεται κάποιος από μια συγκεκριμένη σκέψη ή κατάσταση, είτε σωματικά είτε νοητικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απομόνωση του νου από εξωτερικούς παράγοντες ή την αναζήτηση εσωτερικής σκέψης. Έχει συχνή χρήση και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα στην ισπανική γλώσσα.
Él suele abstraerse mientras medita.
(Αυτός συνήθως απομακρύνεται ενώ μελετά.)
A veces, es necesario abstraerse de los problemas cotidianos.
(Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να απομακρύνεσαι από τα καθημερινά προβλήματα.)
Η λέξη "abstraerse" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την απομάκρυνση από την πραγματικότητα ή την εσωτερική αναζήτηση.
Abstraerse del ruido puede ser revitalizante.
(Η απομάκρυνση από τον θόρυβο μπορεί να είναι αναζωογονητική.)
Es fácil abstraerse cuando estamos rodeados de libros.
(Είναι εύκολο να απομονωθείς όταν είμαστε περιτριγυρισμένοι από βιβλία.)
No puedo abstraerme de la realidad, siempre vuelve a golpearme.
(Δεν μπορώ να απομακρυνθώ από την πραγματικότητα, πάντα επιστρέφει να με χτυπήσει.)
Η λέξη "abstraerse" προέρχεται από τον λατινικό όρο "abstrahere", που σημαίνει "να απομακρύνει" ή "να ανασύρει".
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "abstraerse" στην ισπανική γλώσσα.