Η λέξη "abulia" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aˈβu.lia/
Για την ελληνική γλώσσα, η μετάφραση της λέξης "abulia" είναι "αβουλία".
Η "abulia" αναφέρεται σε μια κατάσταση ψυχικής αδυναμίας ή έλλειψης θέλησης, όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις ή να δράσει. Συχνά σχετίζεται με διαταραχές της ψυχικής υγείας, όπως η κατάθλιψη ή οι ψυχώσεις. Η χρήση της είναι μη συνεχής και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε ψυχιατρικά ή ιατρικά κείμενα παρά στον καθημερινό λόγο.
Η αβουλία μπορεί να είναι ένα σύμπτωμα σοβαρής κατάθλιψης.
Es importante tratar la abulia para mejorar la calidad de vida.
Η λέξη "abulia" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές προτάσεις που δείχνουν την έννοια της λέξης:
Η αβουλία δεν πρέπει να υποτιμάται στη θεραπεία ψυχικών διαταραχών.
Los pacientes con abulia pueden necesitar un enfoque especial en su terapia.
Οι ασθενείς με αβουλία μπορεί να χρειάζονται ειδική προσέγγιση στη θεραπεία τους.
Aunque tiene habilidades, la abulia le impide avanzar en su carrera.
Παρόλο που έχει ικανότητες, η αβουλία του του απαγορεύει να προχωρήσει στην καριέρα του.
A veces, la abulia es el resultado del agotamiento emocional.
Μερικές φορές, η αβουλία είναι αποτέλεσμα συναισθηματικής εξάντλησης.
La abulia puede manifestarse por una falta de motivación interna.
Η λέξη "abulia" προέρχεται από το ελληνικό "ἀβουλία" (aboulia), που σημαίνει "έλλειψη θέλησης" ή "αδυναμία να αποφασίσει κανείς".
Συνώνυμα: - Inercia (αναβλητικότητα) - Indecisión (αποφασιστικότητα)
Αντώνυμα: - Determinación (απόφαση) - Voluntad (θέληση)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "abulia" στα Ισπανικά, που σχετίζεται με την ιατρική και ψυχιατρική.