Το "abultado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aβulˈtaðo/
Η λέξη "abultado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει αυξημένο όγκο ή μέγεθος, που φαίνεται περισσότερο μεγάλο ή φουσκωμένο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες καταστάσεις, όπως σε περιγραφές αντικειμένων, ανθρώπων ή κατάστασης. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτές περιγραφές.
La caja estaba abultada por el contenido que tenía en su interior.
(Το κουτί ήταν φουσκωμένο από το περιεχόμενο που είχε μέσα του.)
Su vestido era abultado y llamaba la atención.
(Το φόρεμά της ήταν ογκώδες και τραβούσε την προσοχή.)
El libro que llevé a la reunión estaba abultado debido a las notas.
(Το βιβλίο που πήρα στη συνάντηση ήταν διογκωμένο λόγω των σημειώσεων.)
Η λέξη "abultado" όχι συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιείται για να δείξει υπερβολή ή να περιγράψει αντικείμενα ή καταστάσεις που είναι υπερβολικά μεγαλωμένα ή έντονα.
Tengo un bolso abultado de tanto llevar cosas.
(Έχω μια φουσκωμένη τσάντα από το πόσο πράγματα κουβαλάω.)
La deuda se ha vuelto abultada por los intereses.
(Η οφειλή έχει γίνει ογκώδης λόγω των τόκων.)
La herida se veía abultada después de la caída.
(Η πληγή φαινόταν διογκωμένη μετά την πτώση.)
Η λέξη "abultado" προέρχεται από το ρήμα "abultar", που σημαίνει "να φουσκώνει" ή "να γίνεται πιο μεγάλο", το οποίο έχει τις ρίζες του στα λατινικά.
Συνώνυμα: - hinchado (φουσκωμένος) - voluminoso (ογκώδης) - gordo (παχύς)
Αντώνυμα: - delgado (λεπτός) - achatado (πλακοειδής) - compacto (συμπαγής)