Το "aburrido" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aβuˈriðo/
Η λέξη "aburrido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που αισθάνεται βαρεμάρα ή ότι κάτι είναι κουραστικό ή μη ενδιαφέρον. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανικών και είναι κοινώς αποδεκτή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Estoy aburrido en esta clase.
Είμαι βαρετός σε αυτό το μάθημα.
El libro es muy aburrido.
Το βιβλίο είναι πολύ βαρετό.
Se aburrió porque no había nada que hacer.
Βαρέθηκε γιατί δεν είχε τίποτα να κάνει.
Η λέξη "aburrido" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar aburrido como una ostra.
Να είσαι βαρετός όπως ένας στρείδι.
(Σημαίνει ότι κάποιος είναι πάρα πολύ βαρετός.)
Aburrir a las piedras.
Να βαρεθείς και τις πέτρες.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι εντελώς βαρετό.)
Hacer algo por no aburrirse.
Να κάνεις κάτι για να μην βαρεθείς.
(Δηλώνει την ανάγκη να ασχοληθείς με κάτι ώστε να μην αισθάνεσαι βαρεμάρα.)
Ser un aburrido.
Να είσαι ένας βαρετός άνθρωπος.
(Αναφέρεται σε κάποιον που είναι ιδιαίτερα ανιαρός.)
Η λέξη "aburrido" προέρχεται από το ρήμα "aburrir", το οποίο στα Ισπανικά σημαίνει "να βαρεθείς", και έχει τις ρίζες του στο λατινικό "aburrire", που σημαίνει "να απομακρυνθείς από τη χαρά".