Το "aburrir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "aburrir" είναι /aβuˈrir/.
Η λέξη "aburrir" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - βαριέμαι - κουράζω
Η λέξη "aburrir" σημαίνει την κατάσταση του να νιώθεις βαρεμάρα ή το να προκαλείς βαρεμάρα σε κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πιο συχνή χρήση στον προφορικό λόγο.
Με βαριέμαι αυτό το βιβλίο.
No quiero aburrir a mis amigos.
Δεν θέλω να κουράσω τους φίλους μου.
El programa de televisión me aburre mucho.
Η λέξη "aburrir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Να βαριέσαι σαν στρείδι. (να βαριέσαι πολύ)
No hay nada más aburrido que ver el cielo gris.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό από το να βλέπεις τον γκρίζο ουρανό.
Aburrir a las moscas.
Να βαριέσεις τις μύγες. (να είσαι πολύ βαρετός)
El clima aburre a cualquiera.
Ο καιρός βαρέσει οποιονδήποτε.
Esa película aburre hasta a los críticos.
Η λέξη "aburrir" προέρχεται από το λατινικό "abodorare", που σημαίνει "να βάλεις κάποιον σε κατάσταση αδιαφορίας".