aburrirse - Ρήμα
/abuˈriɾse/
Η λέξη aburrirse σημαίνει "να βαριέμαι" και αναφέρεται στο αίσθημα της ανίας ή της έλλειψης ενθουσιασμού όταν δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον να κάνεις. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να εκφράσει την αίσθηση της κόπωσης ή της απουσίας κίνητρου.
Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι ισπανόφωνοι συνήθως προτιμούν να το χρησιμοποιούν στη συνομιλία.
Me aburro cuando no hay nada que hacer.
Βαριέμαι όταν δεν υπάρχει τίποτα να κάνω.
Ellos se aburren en la clase de matemáticas.
Αυτοί βαριούνται στο μάθημα των μαθηματικών.
Siempre me aburro en las noches de invierno.
Πάντα βαριέμαι τις χειμερινές νύχτες.
Η λέξη aburrirse χρησιμοποιείται σε διάφορες ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Aburrirse como una ostra.
Βαριέμαι σαν στρείδι.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ακραία κατάσταση ανίας.)
No hay que aburrirse en casa.
Δεν πρέπει να βαριέσαι στο σπίτι.
(Προτρέπει την ανακάλυψη τρόπων διασκέδασης.)
Si te aburres, busca un hobbie.
Αν βαριέσαι, βρες ένα χόμπι.
(Συμβουλή για να αποφευχθεί η ανία.)
Ella se aburre de la rutina diaria.
Αυτή βαριέται τη καθημερινή ρουτίνα.
(Εκφράζει την επιθυμία για αλλαγή.)
Siempre me aburro en las largas esperas.
Πάντα βαριέμαι στις μακρές αναμονές.
(Σχετίζεται με το συναίσθημα της ανίας που προκαλείται από την αναμονή.)
Los niños se aburren fácilmente en los viajes largos.
Τα παιδιά βαριούνται εύκολα στα μεγάλα ταξίδια.
(Τονίζει τη συχνότητα ανίας που βιώνεται από παιδιά κατά τη διάρκεια ταξιδιών.)
Η λέξη aburrirse προέρχεται από το λατινικό "aburrire", που σημαίνει "να κάνει βαρετό". Η ρίζα "bur-" σχετίζεται με την ιδέα του να είναι καταπιεστικός ή δύσκολος.
Συνώνυμα: - fastidiarse (να ενοχλείσαι) - cansarse (να κουράζεσαι)
Αντώνυμα: - divertirse (να διασκεδάζεις) - entretenerse (να διασκεδάζεις ή να απασχολείσαι)