Η λέξη "abuso" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "abuso" είναι /aˈβuso/.
Η λέξη "abuso" αναφέρεται σε πράξεις κακοποίησης ή κατάχρησης εξουσίας ή ευθυνών. Χρησιμοποιείται ευρέως σε νομικούς και ιατρικούς τομείς για να περιγράψει ανεπίτρεπτες ή κακή χρήση πόρων, εξουσίας ή ατόμων. Στο ισπανικό λεξιλόγιο, είναι μία λέξη που συναντάται συχνά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές και γραπτές συζητήσεις σχετικές με την κακοποίηση και την κατάχρηση.
El abuso en el sistema de salud es inaceptable.
(Η κακοποίηση στο σύστημα υγείας είναι απαράδεκτη.)
La ley protege a las víctimas de abuso.
(Ο νόμος προστατεύει τα θύματα κακοποίησης.)
Se inició una investigación sobre el abuso de poder.
(Ξεκίνησε μια έρευνα για την κατάχρηση εξουσίας.)
Η λέξη "abuso" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Ejemplo: Tu amigo cometió un abuso de confianza al compartir tu secreto.
(Ο φίλος σου έκανε κατάχρηση εμπιστοσύνης όταν μοιράστηκε το μυστικό σου.)
Abuso laboral
(Κατάχρηση εργασίας) - αναφέρεται στην εκμετάλλευση εργαζομένων.
Ejemplo: El sindicato lucha contra el abuso laboral en la empresa.
(Το σωματείο μάχεται κατά της κατάχρησης εργασίας στην επιχείρηση.)
Abuso sexual
(Σεξουαλική κακοποίηση) - αναφέρεται στην κακοποίηση που περιλαμβάνει σεξουαλικές πράξεις.
Η λέξη "abuso" προέρχεται από το λατινικό "abusus", που είναι το παθητικό του "abuti", το οποίο σημαίνει "χρησιμοποιώ κατά λάθος ή σε υπερβολικό βαθμό".
Συνώνυμα: - maltrato (κακοποίηση) - explotación (εκμετάλλευση)
Αντώνυμα: - cuidado (φροντίδα) - respeto (σεβασμός)