acabado: ουσιαστικό / επίθετο
[akaˈβaðo]
Η λέξη acabado αναφέρεται συνήθως σε κάτι που έχει ολοκληρωθεί ή τελειώσει. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που έχει φτάσει στο τέλος του ή έχει υποστεί κάποια μορφή επεξεργασίας ή τελειοποίησης. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με υψηλή συχνότητα. Σε τεχνικά ή βιομηχανικά πλαίσια, μπορεί να υποδηλώνει την καλή ποιότητα ενός προϊόντος που έχει υποστεί επεξεργασία.
Το έργο είναι τελειωμένο και έτοιμο προς παρουσίαση.
El acabado de la pintura es perfecto.
Η τελειότητα της βαφής είναι τέλεια.
Después de tanto esfuerzo, finalmente me siento acabado.
Η λέξη acabado μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Μετά από τόσα προβλήματα, η επιχείρηση είναι τελειωμένη.
Acabado de nacer
Αυτό το έργο μόλις ξεκίνησε και χρειάζεται χρόνο για να αναπτυχθεί.
Fin de la historia, estoy acabado
Η λέξη acabado προέρχεται από το ρήμα "acabar", το οποίο σημαίνει "να τελειώνω". Σε ετυμολογικό επίπεδο, σχετίζεται με τη λατινική λέξη "caput" που σημαίνει "κεφάλι" ή "κορυφή", υποδηλώνοντας το τέλος ή την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας.