acabado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acabado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

acabado: ουσιαστικό / επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

[akaˈβaðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

  1. τελειωμένος
  2. τελειωτική κατάσταση
  3. αποτέλεσμα

Σημασία της λέξης

Η λέξη acabado αναφέρεται συνήθως σε κάτι που έχει ολοκληρωθεί ή τελειώσει. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που έχει φτάσει στο τέλος του ή έχει υποστεί κάποια μορφή επεξεργασίας ή τελειοποίησης. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με υψηλή συχνότητα. Σε τεχνικά ή βιομηχανικά πλαίσια, μπορεί να υποδηλώνει την καλή ποιότητα ενός προϊόντος που έχει υποστεί επεξεργασία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El proyecto está acabado y listo para ser presentado.
  2. Το έργο είναι τελειωμένο και έτοιμο προς παρουσίαση.

  3. El acabado de la pintura es perfecto.

  4. Η τελειότητα της βαφής είναι τέλεια.

  5. Después de tanto esfuerzo, finalmente me siento acabado.

  6. Μετά από τόση προσπάθεια, τελικά νιώθω τελειωμένος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη acabado μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Estar acabado
  2. Σημαίνει ότι κάποιος είναι σε πολύ κακή κατάσταση ή ότι έχει αποτύχει.
  3. Ejemplo: Después de tantos problemas, el negocio está acabado.
  4. Μετά από τόσα προβλήματα, η επιχείρηση είναι τελειωμένη.

  5. Acabado de nacer

  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μόλις ξεκίνησε.
  7. Ejemplo: Este proyecto está acabado de nacer y necesita tiempo para crecer.
  8. Αυτό το έργο μόλις ξεκίνησε και χρειάζεται χρόνο για να αναπτυχθεί.

  9. Fin de la historia, estoy acabado

  10. Μεταφέρει την έννοια ότι δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα για περαιτέρω εξέλιξη.
  11. Ejemplo: Después de esa decisión, fin de la historia, estoy acabado.
  12. Μετά από αυτή την απόφαση, τέλος της ιστορίας, είμαι τελειωμένος.

Ετυμολογία

Η λέξη acabado προέρχεται από το ρήμα "acabar", το οποίο σημαίνει "να τελειώνω". Σε ετυμολογικό επίπεδο, σχετίζεται με τη λατινική λέξη "caput" που σημαίνει "κεφάλι" ή "κορυφή", υποδηλώνοντας το τέλος ή την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024