Η λέξη "acabar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Acabar con algo: Να τελειώσουμε με κάτι.
Βδελυρή τη φιλοσοφία και ας μην αρχίσουμε ξανά, ας την τελειώσουμε εδώ. (Να τελειώσουμε με αυτήν)
Acabar de + infinitive: Έχω μόλις ολοκληρώσει κάτι.
No acompaña, claro, pero acabo de pedírselo a Correos. (Έχω μόλις ζητήσει από τα Ταχυδρομεία)
Acabar para siempre: Μείνει η διάρκεια της απλής λέξης που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Si pasamos del * *cuál puede ser la fecha límite para dar todo ello por finalizado? (Πότε μπορεί να είναι η ημερομηνία λήξης για να ολοκληρωθεί εκείνο;)
Ετυμολογία
Η λέξη "acabar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "accapare", που σημαίνει "να αποτελέσει τέλος".