Η φράση "acabar en punta" είναι ρηματική και αναφέρεται σε μια ενέργεια που εκτελείται.
/a.kaˈβar en ˈpun.ta/
Η φράση "acabar en punta" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που τελειώνει ή καταλήγει σε μια αιχμή ή σε μια προεξοχή. Συχνά χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα για να αναφερθεί σε καταστάσεις που φτάνουν σε μια κρίσιμη ή συγκεκριμένη κατάληξη. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στον προφορικό λόγο, κυρίως στη Χιλή, αλλά και σε άλλες ισπανόφωνες χώρες.
Το έργο τελείωσε σε άκρη και όλοι έμειναν έκπληκτοι.
Después de mucho esfuerzo, su carrera acabó en punta.
Η φράση "acabar en punta" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η συζήτησή μας τελείωσε σε άκρη, χωρίς να λύσουμε τίποτα.
El partido de fútbol acabó en punta, con un gol en el último minuto.
Ο αγώνας ποδοσφαίρου τελείωσε σε αιχμή, με ένα γκολ στο τελευταίο λεπτό.
La investigación acabó en punta, revelando sorpresas inesperadas.
Η έρευνα κατέληξε σε κορυφή, αποκαλύπτοντας απροσδόκητες εκπλήξεις.
El proyecto acaba en punta cuando todos colaboran.
Το έργο καταλήγει σε αιχμή όταν όλοι συνεργάζονται.
A veces, las mejores ideas acaban en punta sin que nos demos cuenta.
Η φράση "acabar" προέρχεται από το λατινικό "acabare", το οποίο σήμαινε "να φτάσεις στο τέλος". Η λέξη "punta" στα Ισπανικά προέρχεται από το λατινικό "puncta", που σημαίνει "αιχμή" ή "άκρη".
Συνώνυμα: - finalizar - terminar - concluir
Αντώνυμα: - comenzar - iniciar - empezar