Η λέξη "acabo" σημαίνει "τελειώνω" ή "ολοκληρώνω", χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ότι κάποιος ολοκλήρωσε μία δραστηριότητα ή ενέργεια. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, ενώ χρησιμοποιείται επίσης και σε γραπτά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια έως υψηλή, καθώς είναι ένα καθημερινό ρήμα.
Acabo de comer.
Τελείωσα να φάω.
Hoy acabo el trabajo.
Σήμερα ολοκληρώνω τη δουλειά.
Η λέξη "acabo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Acabo de llegar.
Μόλις έφτασα.
No acabo de entender.
Δεν καταλαβαίνω καλά.
Acabo por rendirme.
Τελικά παραδίζομαι.
No acabo con mi vida.
Δεν τελειώνω με τη ζωή μου.
Acabo de darme cuenta.
Μόλις το κατάλαβα.
Η λέξη "acabar" προέρχεται από το λατινικό "acabare", που σημαίνει "να ολοκληρώσεις", με την ίδια ρίζα.