acallar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acallar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Acallar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/a.kɑˈlar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη acallar σημαίνει να κάνεις κάποιον ή κάτι να σταματήσει να μιλάει ή να ησυχάσει. Στη στρατιωτική ορολογία, μπορεί να αναφέρεται στο να περιορίζεις ή να καταπνίγεις αντιστάσεις ή ταραχές. Είναι περισσότερο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά και στον γραπτό λόγο χρησιμοποιείται συχνά.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La madre intentó acallar a su hijo ruidoso.
  2. Η μητέρα προσπάθησε να σωπάσει τον θορυβώδη γιο της.

  3. El oficial tuvo que acallar los disturbios en la base militar.

  4. Ο αξιωματικός έπρεπε να καταπνίξει τις ταραχές στη στρατιωτική βάση.

  5. Es difícil acallar las críticas cuando cometes un error.

  6. Είναι δύσκολο να σωπάσεις τις κριτικές όταν κάνεις ένα λάθος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη acallar μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Acallar los rumores.
  2. Να καταπνίγεις τις φήμες.

  3. Tratar de acallar la verdad.

  4. Να προσπαθείς να κρύψεις την αλήθεια.

  5. Es necesario acallar las voces de descontento.

  6. Είναι απαραίτητο να ησυχάσουν οι φωνές δυσαρέσκειας.

  7. Intentaron acallar a los opositores con represión.

  8. Προσπάθησαν να καταπνίξουν τους αντιπάλους με καταστολή.

  9. Acallar la inquietud del pueblo.

  10. Να ησυχάσουν την ανησυχία του λαού.

Ετυμολογία

Η λέξη acallar προέρχεται από το πρόσθετο «a-» και το «callar», που σημαίνει «να σωπάσει». Ετυμολογικά, σχετίζεται με την επιθυμία ή την ανάγκη για ηρεμία ή σιγή.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Silenciar (σιωπάω) - Callar (σιωπώ) - Sofocar (καταπνίγω)

Αντώνυμα: - Hablar (μιλώ) - Exponer (εκθέτω) - Gritar (φωνάζω)



23-07-2024