Acallar είναι ρήμα.
/a.kɑˈlar/
Η λέξη acallar σημαίνει να κάνεις κάποιον ή κάτι να σταματήσει να μιλάει ή να ησυχάσει. Στη στρατιωτική ορολογία, μπορεί να αναφέρεται στο να περιορίζεις ή να καταπνίγεις αντιστάσεις ή ταραχές. Είναι περισσότερο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά και στον γραπτό λόγο χρησιμοποιείται συχνά.
Η μητέρα προσπάθησε να σωπάσει τον θορυβώδη γιο της.
El oficial tuvo que acallar los disturbios en la base militar.
Ο αξιωματικός έπρεπε να καταπνίξει τις ταραχές στη στρατιωτική βάση.
Es difícil acallar las críticas cuando cometes un error.
Η λέξη acallar μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να καταπνίγεις τις φήμες.
Tratar de acallar la verdad.
Να προσπαθείς να κρύψεις την αλήθεια.
Es necesario acallar las voces de descontento.
Είναι απαραίτητο να ησυχάσουν οι φωνές δυσαρέσκειας.
Intentaron acallar a los opositores con represión.
Προσπάθησαν να καταπνίξουν τους αντιπάλους με καταστολή.
Acallar la inquietud del pueblo.
Η λέξη acallar προέρχεται από το πρόσθετο «a-» και το «callar», που σημαίνει «να σωπάσει». Ετυμολογικά, σχετίζεται με την επιθυμία ή την ανάγκη για ηρεμία ή σιγή.
Συνώνυμα: - Silenciar (σιωπάω) - Callar (σιωπώ) - Sofocar (καταπνίγω)
Αντώνυμα: - Hablar (μιλώ) - Exponer (εκθέτω) - Gritar (φωνάζω)