Το "acampar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "acampar" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /akaɱˈpaɾ/.
Το "acampar" σημαίνει "να κατασκηνώνω", δηλαδή να διανυκτερεύει κανείς σε εξωτερικό χώρο, συνήθως σε σκηνή. Χρησιμοποιείται ευρέως στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αναψυχής στη φύση, όπως είναι η κατασκήνωση σε κάμπινγκ ή η πεζοπορία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, εμφανίζεται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένη στην προφορική γλώσσα, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν ταξίδια και αναψυχή.
Vamos a acampar este verano.
(Θα πάμε να κατασκηνώσουμε αυτό το καλοκαίρι.)
A ella le gusta acampar en las montañas.
(Αυτή της αρέσει να κατασκηνώνει στα βουνά.)
Es importante acampar en un lugar seguro.
(Είναι σημαντικό να κατασκηνώνεις σε ασφαλές μέρος.)
Το "acampar" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ενδέχεται να εμφανιστεί σε φράσεις που σχετίζονται με τη φύση και την περιπέτεια.
Acampar bajo las estrellas
(Να κατασκηνώνεις κάτω από τα αστέρια.)
No hay nada como acampar con amigos
(Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να κατασκηνώνεις με φίλους.)
Me encanta acampar en la playa
(Μου αρέσει να κατασκηνώνω στην παραλία.)
Η λέξη "acampar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "campare", που σημαίνει "να στρατοπεδεύει". Σημειώνεται ότι η λέξη σε πολλές ισπανικές διαλέκτους αναφέρεται σε σχετικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν την ύπνο σε εξωτερικούς χώρους.
Συνώνυμα: - Estar de camping (να είσαι σε κάμπινγκ) - Acampar en la naturaleza (να κατασκηνώνεις στη φύση)
Αντώνυμα: - Alojarse (να διαμένεις σε κλειστό χώρο) - Quedarse en casa (να μένεις σπίτι)